- κατηπιώμαι
- κατηπιώμαι, -άομαι (Α)(το ενεργ. άχρ.) καταπραΰνομαι, καθησυχάζομαι («ὀδύναι δὲ κατηπιόωντο βαρεῑαι», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -ηπιῶμαι (< ἤπιος), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.